- ακύρτωτος
- -η, -ο [κυρτώνω]1. αυτός που δεν κυρτώθηκε ή δεν μπορεί να κυρτωθεί, να καμφθεί, ώστε να σχηματίσει καμπύλωση2. (για πρόσωπα) ακαμπούριαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακύρτωτος — η, ο αυτός που δεν κυρτώθηκε ή δεν μπορεί να κυρτωθεί: Μ όλα τα γηρατειά στεκόταν ακύρτωτος σαν κυπαρίσσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)